- σταδιακός
- -ή, -ό, Ναυτός που γίνεται κατά στάδια, βαθμιαίος, προοδευτικός («σταδιακή βελτίωση τών συνθηκών»).επίρρ...σταδιακά και σταδιακώς Νκατά στάδια, προοδευτικά, βαθμιαία.[ΕΤΥΜΟΛ. < στάδιο + κατάλ. -ιακός (πρβλ. σημαδ-ιακός)].
Dictionary of Greek. 2013.